ΑΑΔΕ: Φοροέλεγχοι Hi-Tech

Χιλιάδες φορολογικούς ελέγχους που βασίζονται σε αυτοματοποιημένες διαδικασίες διασταυρώσεων δεδομένων μεταξύ τραπεζικών καταθέσεων και δηλωθέντων εισοδημάτων διενεργούν οι ελεγκτικές υπηρεσίες της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (AAΔΕ) σε φυσικά πρόσωπα, με στόχο τον εντοπισμό περιπτώσεων αδικαιολόγητης προσαύξησης περιουσίας που υποκρύπτουν τη διάπραξη αδικημάτων εκτεταμένης και μεγάλης φοροδιαφυγής. Οι έλεγχοι επικεντρώνονται αυτή τη στιγμή σε υποθέσεις φορολογίας εισοδήματος των ετών 2013-2018 οι οποίες δεν έχουν ακόμη παραγραφεί, καθώς και σε υποθέσεις της περιόδου 2008-2012 για τις οποίες η περίοδος παραγραφής έχει παραταθεί από πενταετή σε δεκαετή, επειδή έχουν περιέλθει σε γνώση των αρμόδιων φορολογικών αρχών «συμπληρωματικά στοιχεία» για ενδείξεις φοροδιαφυγής, τα οποία δεν ήταν δυνατό να βρεθούν και να ερευνηθούν κατά την κανονική πενταετή περίοδο παραγραφής. Ο έλεγχοι για τη διαπίστωση παράνομης προσαύξησης περιουσίας και μεγάλης φοροδιαφυγής γίνονται με τη χρησιμοποίηση ειδικού λογισμικού για την αυτοματοποίηση των διασταυρώσεων δεδομένων μεταξύ τραπεζικών καταθέσεων και δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος.

Το λογισμικό, το οποίο φέρει την πλήρη ονομασία Ειδικό Λογισμικό Αυτοματοποιημένου Ελέγχου Προσαύξησης Περιουσίας (ΕΛΑΕΠΠ), παρέχει τη δυνατότητα στις φοροελεγκτικές υπηρεσίες της ΑΑΔΕ να προχωρούν στο «σάρωμα» των κινήσεων των τραπεζικών λογαριασμών των φυσικών προσώπων και να ξεχωρίζουν εύκολα τις περιπτώσεις εκείνες όπου τα ποσά των πρωταρχικών καταθέσεων είναι πολύ μεγάλα σε σύγκριση με τα εισοδήματα που έχουν συμπεριλάβει στις φορολογικές δηλώσεις των αντίστοιχων ετών. Έτσι οι φοροελεγκτικές υπηρεσίες μπορούν πλέον εύκολα να εντοπίζουν τις διαφορές χρηματικών ποσών μεταξύ πρωτογενών καταθέσεων και δηλωθέντων εισοδημάτων.

Ουσιαστικά, με το λογισμικό αυτό, τα στοιχεία από τις κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών χιλιάδων φυσικών προσώπων με μεγάλα ποσά αναλήψεων και καταθέσεων μέσα στην τελευταία πενταετία ή δεκαετία μπορούν να διασταυρώνονται αυτόματα με τα ποσά των δηλωθέντων εισοδημάτων τους στα αντίστοιχα έτη. Εφόσον, σε ένα ή περισσότερα από τα πέντε ή δέκα τελευταία έτη εντοπίζονται ποσά καταθέσεων τα οποία υπερβαίνουν κατά πολύ τα δηλωθέντα ποσά εισοδημάτων που περιελήφθησαν στις φορολογικές δηλώσεις των αντίστοιχων ετών, οι φορολογούμενοι καλούνται από τις αρμόδιες φοροελεγκτικές υπηρεσίες της ΑΑΔΕ, με πρόσκληση για παροχή εξηγήσεων, να δικαιολογήσουν τις επιπλέον διαφορές προσκομίζοντας στοιχεία που αποδεικνύουν ότι τα ποσά αυτών συνιστούν νομίμως κτηθέντα εισοδήματα, είτε φορολογούμενα είτε απαλλασσόμενα από τον φόρο εισοδήματος.

Σε κάθε περίπτωση κατά την οποία φορολογούμενος δεν καταφέρνει να δικαιολογήσει τις επιπλέον διαφορές μεταξύ πρωτογενών καταθέσεων και δηλωθέντων εισοδημάτων, τα ποσά των διαφορών αυτών χαρακτηρίζονται ως «προσαύξηση περιουσίας προερχόμενη από παράνομη ή αδικαιολόγητη ή άγνωστη πηγή ή αιτία», θεωρούνται «εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα», σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 21 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 4172/2013), και φορολογούνται με συντελεστή 33%, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 29 του Κ.Φ.Ε. Ταυτόχρονα, ο φορολογούμενος επιβαρύνεται και με προσαυξήσεις λόγω υποβολής ανακριβών φορολογικών δηλώσεων καθώς επίσης και με τόκους εκπρόθεσμης καταβολής.

Από 1,5 χρόνο σε μία εβδομάδα

H διαδικασία του εντοπισμού των ποσών που έχουν κατατεθεί για πρώτη φορά στους τραπεζικούς λογαριασμούς κάθε ελεγχόμενου φορολογούμενου και η διασταύρωσή τους με τα δεδομένα των φορολογικών του δηλώσεων για τον εντοπισμό των πρόσθετων διαφορών που πρέπει να δικαιολογηθούν από τον ελεγχόμενο, απαιτούσε έως και 1,5 χρόνο για να ολοκληρωθεί, με τα μέσα που είχαν στη διάθεσή τους οι ελεγκτές πριν εφοδιαστούν με το ειδικό αυτό λογισμικό. Τώρα πλέον, με τη χρήση του λογισμικού, η διαδικασία αυτή μπορεί να ολοκληρώνεται σε διάστημα λιγότερο από μία εβδομάδα ή κάποιων εβδομάδων, αναλόγως της δυσκολίας της κάθε υπόθεσης.

Οι κανόνες για τον ορθό έλεγχο των υποθέσεων

Προκειμένου, πάντως, να μη χαρακτηρίζονται αυθαίρετα ως «αδικαιολόγητη προσαύξηση περιουσίας» όλα τα ποσά κατά τα οποία οι πρωτογενείς καταθέσεις των φορολογουμένων σε τραπεζικούς λογαριασμούς τους υπερβαίνουν τα εισοδήματα που έχουν συμπεριλάβει στις αντίστοιχες φορολογικές δηλώσεις, η ΑΑΔΕ έχει εκδώσει και έχει αποστείλει σε όλες τις αρμόδιες φοροελεγκτικές υπηρεσίες, μέσω της υπ’ αριθμόν ΠΟΛ. 1175/2017 εγκυκλίου, αναλυτικές οδηγίες για τον τρόπο ελέγχου της «προσαύξησης περιουσίας». Σύμφωνα με ορισμένες από τις οδηγίες αυτές:

1) Δεν υφίσταται αδήλωτη «προσαύξηση περιουσίας» (δηλαδή δεν θεωρείται ότι αποκτήθηκε από τον φορολογούμενο εισόδημα αγνώστου προελεύσεως ή εισόδημα από μη διαρκή ή μη σταθερή πηγή ή αιτία, το οποίο δεν έχει φορολογηθεί ή απαλλαγεί νομίμως από τον φόρο), σε κάθε περίπτωση κατά την οποία είναι φανερή η πηγή προέλευσης ενός χρηματικού ποσού, το οποίο εμφανίζεται ως πίστωση στον τραπεζικό λογαριασμό του ελεγχόμενου φυσικού προσώπου (αν δηλαδή είναι εμφανές ότι πρόκειται για εισόδημα από κεφάλαιο, εισόδημα από κινητές αξίες, εισόδημα από εμπορική επιχείρηση, πώληση περιουσιακών στοιχείων, δάνειο, κ.τ.λ.). Ο κανόνας αυτός ισχύει ακόμα και αν το επίμαχο ποσό δεν συμπεριελήφθη στις σχετικές δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος, ενώ υπήρχε σχετική υποχρέωση. Στις περιπτώσεις αυτές, εφόσον οι εν λόγω πιστώσεις συνεπάγονται φορολογική υποχρέωση στον φόρο εισοδήματος, ο καταλογισμός δεν θα γίνεται κατ’ επίκληση των διατάξεων για την αδήλωτη «προσαύξηση περιουσίας», δηλαδή το ποσό δεν θα φορολογείται με 33%, αλλά με εφαρμογή των ισχυουσών κατά περίπτωση διατάξεων του παλαιού και του νέου Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (του ν. 2238/1994 ή του ν.4172/2013), αναλόγως του είδους του εισοδήματος.

2) Πίστωση σε τραπεζικό λογαριασμό μπορεί να λογισθεί και να φορολογηθεί με συντελεστή 33% ως αδήλωτη «προσαύξηση περιουσίας» (ως εισόδημα της παρ. 3 του άρθρου 48 του ν. 2238/1994 ή της παρ. 4 του άρθρου 21 του ν.4172/2013 του δικαιούχου του λογαριασμού), μόνο εφόσον δεν καλύπτεται με τα δηλωθέντα εισοδήματά του, ούτε από άλλη συγκεκριμένη και αρκούντως τεκμηριωμένη πηγή ή αιτία, την οποία είτε αυτός επικαλείται, κατόπιν κλήσης του από τη Διοίκηση για παροχή σχετικών πληροφοριών ή προηγούμενη ακρόαση, είτε εντοπίζει η φορολογική αρχή στο πλαίσιο της λήψης των προβλεπόμενων στο νόμο, αναγκαίων, κατάλληλων και εύλογων μέτρων ελέγχου.

3) Ο φορολογούμενος οφείλει κατ’ αρχήν, να ανταποκριθεί στην κλήση της ελεγκτικής αρχής να της χορηγήσει τα αναγκαία και εύλογα στοιχεία διευκρίνισης και επαρκούς δικαιολόγησης της περιουσιακής του κατάστασης, η οποία προδήλως δεν ανταποκρίνεται σε εκείνη που προκύπτει από τα στοιχεία των φορολογικών του δηλώσεων. Η άρνηση ή η παράλειψη του φορολογούμενου να παράσχει τις παραπάνω πληροφορίες ή η αδυναμία του να τεκμηριώσει επαρκώς τους ισχυρισμούς προς δικαιολόγηση των επίμαχων ποσών λαμβάνεται υπόψη κατά την εκτίμηση από τη φορολογική αρχή των αποδείξεων σε βάρος του.

4) Σε περίπτωση που δεν προσκομίζονται στοιχεία για επένδυση ή κίνηση λογαριασμού ημεδαπής ή αλλοδαπής, λόγω αντικειμενικής αδυναμίας προσκόμισης των σχετικών δικαιολογητικών (για παράδειγμα, διότι έχει παρέλθει ο χρόνος που η τράπεζα ή άλλο ίδρυμα έχει υποχρέωση διαφύλαξης των σχετικών αρχείων), γίνονται δεκτοί οι ισχυρισμοί του ελεγχόμενου, εκτός αν η φορολογική αρχή αιτιολογημένα απορρίψει αυτούς στη βάση άλλων στοιχείων που διαθέτει.

5) Σε κάθε περίπτωση, εάν διαπιστωθεί ότι η απόκτηση της επένδυσης έλαβε χώρα σε χρόνο εκτός των φορολογικών ετών που περιλαμβάνονται στην εντολή ελέγχου, ή το εισερχόμενο έμβασμα αλλοδαπής προέρχεται από καταθέσεις / πραγματικά εισοδήματα προγενέστερων ετών της ελεγχόμενης περιόδου, οι εν λόγω πιστώσεις θεωρούνται δικαιολογημένες για το ελεγχόμενο διάστημα και δεν θεμελιώνεται, εξ αυτού του λόγου, επέκταση του φορολογικού ελέγχου στα προγενέστερα αυτά έτη, εκτός εάν και στο μέτρο που είναι απολύτως αναγκαίο για την διακρίβωση της υπαγωγής σε φόρο ή νόμιμης απαλλαγής από αυτόν των κεφαλαίων από τα οποία προέρχονται οι εν λόγω πιστώσεις, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων περί παραγραφής.

6) Το ποσό τραπεζικού λογαριασμού που τροφοδότησε έμβασμα και λογίζεται ως φορολογητέο εισόδημα της παρ. 3 του άρθρου 48 του ν. 2238/1994 ή της παρ. 4 του άρθρου 21 του ν.4172/2013, δηλαδή ως αδήλωτη «προσαύξηση περιουσίας» φορολογείται ως εισόδημα της διαχειριστικής περιόδου κατά την οποία προκύπτει ότι εισήχθη το ποσό αυτό στην περιουσία του δικαιούχου του λογαριασμού, η δε μεταφορά με έμβασμα χρηματικού ποσού από τραπεζικό λογαριασμό δικαιούχου σε άλλο τραπεζικό λογαριασμό του (στην ημεδαπή ή στην αλλοδαπή) δεν αποτελεί προσαύξηση της περιουσίας του.

Το σύστημα

Το λογισμικό αξιοποιείται αυτή τη στιγμή για την υποβοήθηση των ελέγχων και την ολοκλήρωση των χιλιάδων φορολογικών ελέγχων που έχουν προγραμματίσει να πραγματοποιήσουν και φέτος οι υπηρεσίες της ΑΑΔΕ. Το σύστημα εντοπίζει και επεξεργάζεται μόνο τα στοιχεία πρωτογενών καταθέσεων, δηλαδή των ποσών που εμφανίζονται για πρώτη φορά κατατεθειμένα στους τραπεζικούς λογαριασμούς κάθε ελεγχόμενου, καθώς έχει τη δυνατότητα να εξαιρεί από τα προς διασταύρωση στοιχεία μεταφορές κεφαλαίων από λογαριασμό σε λογαριασμό του ιδίου προσώπου, δάνεια και αντιλογισμούς. Μέσω αυτοματοποιημένων λογιστικών αλγορίθμων, το σύστημα μπορεί να συσχετίζει τα στοιχεία των πρωτογενών καταθέσεων με τα δηλωθέντα εισοδήματα μέσα σε λίγη ώρα, οδηγώντας σε κάποιες πρώτες ενδείξεις πιθανής φοροδιαφυγής. Το σύστημα όμως σε καμία περίπτωση δεν υποκαθιστά το έργο των ελεγκτών.

 

Top